πιγκουίνος

πιγκουίνος
Πτηνό με φτερούγες τελείως ακατάλληλες για πτήση, της οικογένειας των Σφηνισκιδών, μοναδικής τάξης των σφηνισκόμορφων. Οι π. διαφέρουν ουσιαστικά από όλα τα άλλα πουλιά, λόγω ανατομικών ιδιοτυπιών και συνηθειών. Τα κάτω άκρα, που βρίσκονται πολύ προς τα πίσω, τους επιτρέπουν να στέκονται σε όρθια στάση. Έχουν τέσσερα δάχτυλα, τρία από τα οποία, ιδιαίτερα ισχυρά, συνδέονται με μια μεμβράνη. Τα άνω άκρα, μακριά, επίπεδα και χωρίς κωπαία πτερύγια, έχουν σχήμα δρεπανοειδούς παλέτας κι είναι καταλληλότατα για την κολύμβηση. Η κοντή ουρά, που συγκρατεί σημαντικό μέρος του βάρους του σώματος, αντί κωπαίου πτερυγίου είναι προικισμένη με μια δέσμη από κεράτινους ραβδίσκους, που είναι σχεδόν γυμνοί από πούπουλα. Ο μανδύας τους, που έχει λεπιδωτή εμφάνιση, αποτελείται από κοντά φτερά, με επίπεδο κόκαλο, τοποθετημένα το ένα επάνω στο άλλο σαν κεραμίδια. Μια τελευταία διαφορά μεταξύ των π. και των άλλων πουλιών βρίσκεται στα οστά, που δεν είναι κοίλα και κατά συνέπεια είναι πολύ στερεά. Το κεφάλι των π. είναι σχετικά μικρό και προικισμένο με ράμφος πολύ ισχυρό. Η γλώσσα είναι επενδυμένη με κεράτινα ελάσματα, στραμμένα προς τα πίσω και αιχμηρά. Τα παράξενα αυτά πουλιά, ταχύτατοι και ανθεκτικοί κολυμβητές, ζουν προπάντων στις θάλασσες και στις ακτές του νοτίου ημισφαιρίου και τρέφονται με ψάρια, μαλάκια και καρκινοειδή. Την εποχή της αναπαραγωγής, δηλαδή μεταξύ Σεπτεμβρίου και Οκτωβρίου, οι π. βγαίνουν στην ξηρά, όπου σχηματίζουν αποικίες οι oποίες περιλαμβάνουν μερικές φορές δεκάδες χιλιάδες άτομα. Στην άμμο ή στο χιόνι το θηλυκό σκάβει μια μικρή τρύπα, στην οποία γεννά γενικά ένα μόνο αβγό· η επώαση διαρκεί οχτώ περίπου εβδομάδες στους π. μεγάλων διαστάσεων, ενώ στα μικρότερα είδη είναι συντομότερη· ο νεοσσοί έχουν πυκνό γκρίζο φτέρωμα, που το διατηρούν για μεγάλο διάστημα. Οι π. υποδιαιρούνται σε 6 γένη, που περιλαμβάνουν 17 είδη. Μερικά από τα πιο διαδεδομένα ή πιο χαρακτηριστικά είναι: Οπ. ο γιγάντιοςή απτηνοδύτης ο παταγονικός (aptenodytes patagonica)· έχει μέγιστο ύψος ένα μ. και νηκτικές μεμβράνες ενός μήκους 35 περίπου εκ.· η περιοχή που ζει εκτείνεται από την Παταγονία μέχρι τη δυτική Ανταρκτική, περιλαμβανόμενων και των νησιών Φόκλαντ, της Νότιας Γεωργίας και μικρότερων νησιών. Ο πυγοσκελής ο παπουανός (pygoscelis papua), ύψους 70 περίπου εκ., ζει προπάντων στις Φόκλαντ, στις νότιες Ορκάδες και στη Νότια Γεωργία. Ο χρυσόχρους π. ήπ. ο λοφιοφόρος (eudyptes cristatus) οφείλει τα ονόματά του σε δύο φούντες από κίτρινα φτερά που στολίζουν τα πλάγια της κεφαλής του, πάνω από τις κόγχες των ματιών· δεν υπερβαίνει σε ύψος το μισό μέτρο και δεν είναι πολύ διαδεδομένος· κατά το χειμώνα μεταναστεύει προς τα Β φτάνοντας ως τις ακτές της Αργεντινής. Ογαλάζιος π. (euduptula minor) είναι ο πιο μικρόσωπος από τους π. γιατί έχει μήκος 40 περίπου εκ.· το κοινό του όνομα οφείλεται στο γκρίζο χρώμα του μανδύα του στη ράχη και στο κεφάλι· φωλιάζει στις ακτές της Νέας Ζηλανδίας, της Αυστραλίας και της Τασμανίας. Οπ. ο επαίτης (spheniscus mendiculus), αντίθετα με τους άλλους, που φωλιάζουν στις ψυχρές ή εύκρατες ζώνες, φωλιάζει στις ακτές των νησιών Γκαλαπάγκος· το μήκος του ξεπερνά κατά 10 περίπου εκ. το μήκος του προηγούμενου είδους. Πιγκουΐνοι στο νησί Τόργκερσον της Ανταρκτικής.
* * *
ο, Ν
ζωολ.
1. γενική ονομασία 18 ειδών υδρόβιων θαλάσσιων πτηνών τού νότιου ημισφαιρίου που συγκροτούν την τάξη απτηνοδυτόμορφα, έχουν ιδιόμορφη εμφάνιση, είναι ανίκανα να πετάξουν, έχουν ογκώδες, μονοκόμματο σώμα, μικρό κεφάλι με κοντό λαιμό, ατροφικές φτερούγες και χαρακτηριστικό ασπρόμαυρο χρωματισμό, αναπαράγονται στην Ανταρκτική, τη Νότια Αμερική, τη Νότια Αφρική και την Αυστραλία γεννώντας 1 ή 2 αβγά που επωάζουν και οι δύο γονείς εναλλάξ επί έναν μήνα
2. φρ. «πιγκουίνος ο μεγάλος» — κοινή ονομασία τού χαραδριόμορφου πτηνού Pinguinus (Αlca) impennis τής οικογένειας alcidae, που ενδημούσε κυρίως σε βραχώδη νησιά τού βόρειου Ατλαντικού, είχε μήκος 75 εκατοστόμετρα και εξαφανίστηκε το 1844 έπειτα από το αδυσώπητο κυνήγι του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. pingouino < αγγλ. penguin, πιθ. < ουαλικό pen gwyn «άσπρο κεφάλι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πιγκουίνος — ο (λ. γαλλ.), είδος πουλιού, αλλιώς απτηνοδύτης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Γκαλαπάγκος — (Galapagos). Αρχιπέλαγος (7.812 τ. χλμ., 18.900 κάτ. το 2002) του Ειρηνικού ωκεανού. Αποτελείται από 15 μεγάλα και πολυάριθμα μικρότερα νησιά, που περιλαμβάνονται στις επαρχίες του Ισημερινού και απέχουν από τις ακτές του περίπου 900 χλμ. Από το… …   Dictionary of Greek

  • πινγκουίνος — ο, Ν βλ. πιγκουίνος …   Dictionary of Greek

  • απτηνοδύτης — Βλ. λ. πιγκουίνος …   Dictionary of Greek

  • Δαρβίνος, Κάρολος Ροβέρτος — (Charles Robert Darwin, Σρούσμπερι 1809 – Ντάουν 1882). Άγγλος φυσιοδίφης. Αφού συμπλήρωσε τις σπουδές του στα πανεπιστήμια του Εδιμβούργου και του Κέιμπριτζ, από το 1831 έως το 1836 συμμετείχε ως φυσιοδίφης σε ένα μεγάλο ταξίδι με το πλοίο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”